Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
Κοίρανος
Κοιρατάδας
κοίτα
κοιτάζομαι
View word page
κοιρανέω
to be lord
ShortDef
to be lord
Debugging
Headword:
κοιρανέω
Headword (normalized):
κοιρανέω
Headword (normalized/stripped):
κοιρανεω
IDX:
49366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49367
Key:
Data
{'content': 'to be lord'}