Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
κοιρανικός
κοίρανος
View word page
κοινωφελία
common utility

ShortDef

common utility

Debugging

Headword:
κοινωφελία
Headword (normalized):
κοινωφελία
Headword (normalized/stripped):
κοινωφελια
IDX:
49362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49363
Key:

Data

{'content': 'common utility'}