Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
κοιρανίδης
View word page
κοίνωσις
mingling

ShortDef

mingling

Debugging

Headword:
κοίνωσις
Headword (normalized):
κοίνωσις
Headword (normalized/stripped):
κοινωσις
IDX:
49360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49361
Key:

Data

{'content': 'mingling'}