Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
Κοιρανίδας
View word page
κοινωνός
a companion, partner

ShortDef

a companion, partner

Debugging

Headword:
κοινωνός
Headword (normalized):
κοινωνός
Headword (normalized/stripped):
κοινωνος
IDX:
49359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49360
Key:

Data

{'content': 'a companion, partner'}