Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
κοιρανία
View word page
κοινωνικός
held in common, social

ShortDef

held in common, social

Debugging

Headword:
κοινωνικός
Headword (normalized):
κοινωνικός
Headword (normalized/stripped):
κοινωνικος
IDX:
49358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49359
Key:

Data

{'content': 'held in common, social'}