Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
κοιρανῇος
View word page
κοινωνία
communion, association, partnership, fellowship

ShortDef

communion, association, partnership, fellowship

Debugging

Headword:
κοινωνία
Headword (normalized):
κοινωνία
Headword (normalized/stripped):
κοινωνια
IDX:
49357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49358
Key:

Data

{'content': 'communion, association, partnership, fellowship'}