Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κόϊντος
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
κοιρανέω
View word page
κοινωνητικός
social science

ShortDef

social science

Debugging

Headword:
κοινωνητικός
Headword (normalized):
κοινωνητικός
Headword (normalized/stripped):
κοινωνητικος
IDX:
49356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49357
Key:

Data

{'content': 'social science'}