Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κοίντος
Κόϊντος
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
κοινωφελία
κόϊξ
Κοιογενής
Κοῖος
View word page
κοινωνητέος
one must give a share

ShortDef

one must give a share

Debugging

Headword:
κοινωνητέος
Headword (normalized):
κοινωνητέος
Headword (normalized/stripped):
κοινωνητεος
IDX:
49355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49356
Key:

Data

{'content': 'one must give a share'}