Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
Κοίντος
Κόϊντος
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
κοινωφελής
View word page
κοινωνέω
to have or do in common with
ShortDef
to have or do in common with
Debugging
Headword:
κοινωνέω
Headword (normalized):
κοινωνέω
Headword (normalized/stripped):
κοινωνεω
IDX:
49351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49352
Key:
Data
{'content': 'to have or do in common with'}