Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινοφαγία
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
Κοίντος
Κόϊντος
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
κοινωνητέος
κοινωνητικός
κοινωνία
κοινωνικός
κοινωνός
κοίνωσις
View word page
κοινωνατικός
generous, liberal

ShortDef

generous, liberal

Debugging

Headword:
κοινωνατικός
Headword (normalized):
κοινωνατικός
Headword (normalized/stripped):
κοινωνατικος
IDX:
49350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49351
Key:

Data

{'content': 'generous, liberal'}