Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινοταφής
κοινοτάφιον
κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφαγία
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
Κοίντος
Κόϊντος
κοίνωμα
κοινωμάτιον
κοινών
κοινωνατικός
κοινωνέω
κοινώνημα
κοινώνησις
κοινωνητέον
View word page
κοινόω
to make common, communicate, impart

ShortDef

to make common, communicate, impart

Debugging

Headword:
κοινόω
Headword (normalized):
κοινόω
Headword (normalized/stripped):
κοινοω
IDX:
49344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49345
Key:

Data

{'content': 'to make common, communicate, impart'}