Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφέλκω
ἀμφελόνη
ἀμφελυτρόω
ἀμφελύτρωσις
ἀμφερείδω
ἀμφερέφω
ἀμφερκής
ἀμφερυθαίνω
ἀμφέρχομαι
ἀμφήκης
ἀμφημερινός
ἀμφηρεφής
ἀμφήρης
ἀμφηρικός
ἀμφήριστος
ἀμφί
ἀμφιάζω
ἀμφιαλής
Ἀμφίαλος
ἀμφίαλος
ἀμφιάνακτες
View word page
ἀμφημερινός
quotidian fever
ShortDef
quotidian fever
Debugging
Headword:
ἀμφημερινός
Headword (normalized):
ἀμφημερινός
Headword (normalized/stripped):
αμφημερινος
IDX:
4933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4934
Key:
Data
{'content': 'quotidian fever'}