Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
κοινοταφής
κοινοτάφιον
κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφαγία
κοινοφιλής
κοινόφρων
κοινοφυής
κοινόω
Κοίντος
Κόϊντος
κοίνωμα
View word page
κοινότης
a sharing in common, community, partnership
ShortDef
a sharing in common, community, partnership
Debugging
Headword:
κοινότης
Headword (normalized):
κοινότης
Headword (normalized/stripped):
κοινοτης
IDX:
49337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49338
Key:
Data
{'content': 'a sharing in common, community, partnership'}