Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
κοινός
κοινοταφής
κοινοτάφιον
κοινοτελής
κοινότης
κοινότοκος
κοινοτροφικός
κοινοφαγία
κοινοφιλής
View word page
κοινοπραγέω
act in common with, have dealings with

ShortDef

act in common with, have dealings with

Debugging

Headword:
κοινοπραγέω
Headword (normalized):
κοινοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
κοινοπραγεω
IDX:
49331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49332
Key:

Data

{'content': 'act in common with, have dealings with'}