Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
κοινόπους
κοινοπραγέω
κοινοπραγία
View word page
κοινομήτωρ
having a common mother

ShortDef

having a common mother

Debugging

Headword:
κοινομήτωρ
Headword (normalized):
κοινομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
κοινομητωρ
IDX:
49322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49323
Key:

Data

{'content': 'having a common mother'}