Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
κοινοποιός
κοινοπολιτεία
κοινοπορφυροῦς
View word page
κοινολογέομαι
to commune
ShortDef
to commune
Debugging
Headword:
κοινολογέομαι
Headword (normalized):
κοινολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
κοινολογεομαι
IDX:
49319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49320
Key:
Data
{'content': 'to commune'}