Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
κοινοποιέω
View word page
κοινόλεκτρος
having a common bed, a bedfellow, consort
ShortDef
having a common bed, a bedfellow, consort
Debugging
Headword:
κοινόλεκτρος
Headword (normalized):
κοινόλεκτρος
Headword (normalized/stripped):
κοινολεκτρος
IDX:
49316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49317
Key:
Data
{'content': 'having a common bed, a bedfellow, consort'}