Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
κοινόπλοος
View word page
κοινόλεκτος
in the language of common life
ShortDef
in the language of common life
Debugging
Headword:
κοινόλεκτος
Headword (normalized):
κοινόλεκτος
Headword (normalized/stripped):
κοινολεκτος
IDX:
49315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49316
Key:
Data
{'content': 'in the language of common life'}