Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
κοινονοημοσύνη
κοινοπαθής
View word page
κοινολεκτέω
use the language of common life
ShortDef
use the language of common life
Debugging
Headword:
κοινολεκτέω
Headword (normalized):
κοινολεκτέω
Headword (normalized/stripped):
κοινολεκτεω
IDX:
49314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49315
Key:
Data
{'content': 'use the language of common life'}