Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
κοινομετρέω
κοινομήτωρ
View word page
κοινοθυλακέω
have a common purse

ShortDef

have a common purse

Debugging

Headword:
κοινοθυλακέω
Headword (normalized):
κοινοθυλακέω
Headword (normalized/stripped):
κοινοθυλακεω
IDX:
49312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49313
Key:

Data

{'content': 'have a common purse'}