Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
κοινοθυλακέω
κοινοκρατηρόσκυφος
κοινολεκτέω
κοινόλεκτος
κοινόλεκτρος
κοινολεξία
κοινολεχής
κοινολογέομαι
κοινολογία
View word page
κοινοεργής
working in common

ShortDef

working in common

Debugging

Headword:
κοινοεργής
Headword (normalized):
κοινοεργής
Headword (normalized/stripped):
κοινοεργης
IDX:
49310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49311
Key:

Data

{'content': 'working in common'}