Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
κοινόδικος
κοινοεργής
κοινοθανής
View word page
κοινόβουλος
member of local senate

ShortDef

member of local senate

Debugging

Headword:
κοινόβουλος
Headword (normalized):
κοινόβουλος
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλος
IDX:
49301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49302
Key:

Data

{'content': 'member of local senate'}