Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκιστροπώλης
ἀγκιστροφάγος
ἀγκιστρώδης
ἀγκιστρωτός
ἀγκλάριον
ἄγκοινα
ἀγκοίνη
ἀγκονίω
ἄγκος
ἀγκτήρ
ἀγκυλένδετος
ἀγκυλέομαι
ἀγκύλη
ἀγκυλητός
ἀγκυλιδωτός
ἀγκυλίζομαι
ἀγκύλιον
ἀγκυλίς
ἀγκύλλω
ἀγκυλοβλέφαρον
ἀγκυλόγλωσσον
View word page
ἀγκυλένδετος
bound with thongs

ShortDef

bound with thongs

Debugging

Headword:
ἀγκυλένδετος
Headword (normalized):
ἀγκυλένδετος
Headword (normalized/stripped):
αγκυλενδετος
IDX:
492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-493
Key:

Data

{'content': 'bound with thongs'}