Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
κοινοβωμία
κοινογάμια
κοινογενής
κοινογονία
κοινοδήμιον
κοινόδημος
κοινοδίκιον
View word page
κοινοβουλέω
to deliberate in common

ShortDef

to deliberate in common

Debugging

Headword:
κοινοβουλέω
Headword (normalized):
κοινοβουλέω
Headword (normalized/stripped):
κοινοβουλεω
IDX:
49298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49299
Key:

Data

{'content': 'to deliberate in common'}