Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβουλία
κοινοβούλιον
κοινόβουλος
View word page
κοινεῖον
common hall

ShortDef

common hall

Debugging

Headword:
κοινεῖον
Headword (normalized):
κοινεῖον
Headword (normalized/stripped):
κοινειον
IDX:
49291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49292
Key:

Data

{'content': 'common hall'}