Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
κοινοβουλία
View word page
κοινάριον
cynarium
ShortDef
cynarium
Debugging
Headword:
κοινάριον
Headword (normalized):
κοινάριον
Headword (normalized/stripped):
κοιναριον
IDX:
49289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49290
Key:
Data
{'content': 'cynarium'}