Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
κοινοβουλέω
View word page
κοιμιστικός
of or for putting to sleep

ShortDef

of or for putting to sleep

Debugging

Headword:
κοιμιστικός
Headword (normalized):
κοιμιστικός
Headword (normalized/stripped):
κοιμιστικος
IDX:
49288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49289
Key:

Data

{'content': 'of or for putting to sleep'}