Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
κοινοβουλευτικός
View word page
κοιμιστής
one who puts to bed

ShortDef

one who puts to bed

Debugging

Headword:
κοιμιστής
Headword (normalized):
κοιμιστής
Headword (normalized/stripped):
κοιμιστης
IDX:
49287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49288
Key:

Data

{'content': 'one who puts to bed'}