Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
κοινόβιος
κοινοβιότης
View word page
κοίμισις
putting to sleep

ShortDef

putting to sleep

Debugging

Headword:
κοίμισις
Headword (normalized):
κοίμισις
Headword (normalized/stripped):
κοιμισις
IDX:
49286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49287
Key:

Data

{'content': 'putting to sleep'}