Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
κοινισμός
κοινοβιάρχης
View word page
κοιμητικῶς
sleepily

ShortDef

sleepily

Debugging

Headword:
κοιμητικῶς
Headword (normalized):
κοιμητικῶς
Headword (normalized/stripped):
κοιμητικως
IDX:
49284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49285
Key:

Data

{'content': 'sleepily'}