Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
κοινεών
View word page
κοίμησις
a lying down to sleep

ShortDef

a lying down to sleep

Debugging

Headword:
κοίμησις
Headword (normalized):
κοίμησις
Headword (normalized/stripped):
κοιμησις
IDX:
49282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49283
Key:

Data

{'content': 'a lying down to sleep'}