Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
κοινάριον
κοινάω
κοινεῖον
View word page
κοίμημα
sleep

ShortDef

sleep

Debugging

Headword:
κοίμημα
Headword (normalized):
κοίμημα
Headword (normalized/stripped):
κοιμημα
IDX:
49281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49282
Key:

Data

{'content': 'sleep'}