Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
κοιμιστικός
View word page
κοιμάομαι
sleep

ShortDef

sleep

Debugging

Headword:
κοιμάομαι
Headword (normalized):
κοιμάομαι
Headword (normalized/stripped):
κοιμαομαι
IDX:
49278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49279
Key:

Data

{'content': 'sleep'}