Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
κοίμισις
κοιμιστής
View word page
κοίλωσις
cavity
ShortDef
cavity
Debugging
Headword:
κοίλωσις
Headword (normalized):
κοίλωσις
Headword (normalized/stripped):
κοιλωσις
IDX:
49277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49278
Key:
Data
{'content': 'cavity'}