Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
κοιμίζω
View word page
κοιλώπης
hollow-eyed
ShortDef
hollow-eyed
Debugging
Headword:
κοιλώπης
Headword (normalized):
κοιλώπης
Headword (normalized/stripped):
κοιλωπης
IDX:
49275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49276
Key:
Data
{'content': 'hollow-eyed'}