Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
κοίμησις
κοιμητήριον
κοιμητικῶς
View word page
κοιλῶνυξ
hollow-hoofed
ShortDef
hollow-hoofed
Debugging
Headword:
κοιλῶνυξ
Headword (normalized):
κοιλῶνυξ
Headword (normalized/stripped):
κοιλωνυξ
IDX:
49274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49275
Key:
Data
{'content': 'hollow-hoofed'}