Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
κοιμήθρα
κοίμημα
View word page
κοιλόω
hollow out

ShortDef

hollow out

Debugging

Headword:
κοιλόω
Headword (normalized):
κοιλόω
Headword (normalized/stripped):
κοιλοω
IDX:
49271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49272
Key:

Data

{'content': 'hollow out'}