Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
κοιμάω
View word page
κοιλόφωνος
hollowvoiced

ShortDef

hollowvoiced

Debugging

Headword:
κοιλόφωνος
Headword (normalized):
κοιλόφωνος
Headword (normalized/stripped):
κοιλοφωνος
IDX:
49269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49270
Key:

Data

{'content': 'hollowvoiced'}