Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
κοιλωπός
κοίλωσις
κοιμάομαι
View word page
κοιλόφυλλος
hollow-leaved
ShortDef
hollow-leaved
Debugging
Headword:
κοιλόφυλλος
Headword (normalized):
κοιλόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
κοιλοφυλλος
IDX:
49268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49269
Key:
Data
{'content': 'hollow-leaved'}