Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
κοιλῶνυξ
κοιλώπης
View word page
κοιλοφθαλμιάω
have sunken eyes

ShortDef

have sunken eyes

Debugging

Headword:
κοιλοφθαλμιάω
Headword (normalized):
κοιλοφθαλμιάω
Headword (normalized/stripped):
κοιλοφθαλμιαω
IDX:
49265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49266
Key:

Data

{'content': 'have sunken eyes'}