Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
κοιλόω
κοιλώδης
κοίλωμα
View word page
κοιλότης
hollowness: a hollow

ShortDef

hollowness: a hollow

Debugging

Headword:
κοιλότης
Headword (normalized):
κοιλότης
Headword (normalized/stripped):
κοιλοτης
IDX:
49263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49264
Key:

Data

{'content': 'hollowness: a hollow'}