Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
κοιλοχείλης
View word page
κοιλόσταθμος
with coffered ceilings, panelled
ShortDef
with coffered ceilings, panelled
Debugging
Headword:
κοιλόσταθμος
Headword (normalized):
κοιλόσταθμος
Headword (normalized/stripped):
κοιλοσταθμος
IDX:
49260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49261
Key:
Data
{'content': 'with coffered ceilings, panelled'}