Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
κοιλόφωνος
View word page
κοιλοσταθμέω
provide with a coffered ceiling
ShortDef
provide with a coffered ceiling
Debugging
Headword:
κοιλοσταθμέω
Headword (normalized):
κοιλοσταθμέω
Headword (normalized/stripped):
κοιλοσταθμεω
IDX:
49259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49260
Key:
Data
{'content': 'provide with a coffered ceiling'}