Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
κοιλόφυλλος
View word page
κοῖλος
hollow, hollowed

ShortDef

hollow, hollowed

Debugging

Headword:
κοῖλος
Headword (normalized):
κοῖλος
Headword (normalized/stripped):
κοιλος
IDX:
49258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49259
Key:

Data

{'content': 'hollow, hollowed'}