Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
κοιλοφθαλμία
κοιλοφθαλμιάω
κοιλόφθαλμος
κοιλοφυής
View word page
κοιλόπεδος
lying in a hollow

ShortDef

lying in a hollow

Debugging

Headword:
κοιλόπεδος
Headword (normalized):
κοιλόπεδος
Headword (normalized/stripped):
κοιλοπεδος
IDX:
49257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49258
Key:

Data

{'content': 'lying in a hollow'}