Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
κοιλοστομία
κοιλοσώματος
κοιλότης
View word page
κοιλογένειος
with a dimple in the chin

ShortDef

with a dimple in the chin

Debugging

Headword:
κοιλογένειος
Headword (normalized):
κοιλογένειος
Headword (normalized/stripped):
κοιλογενειος
IDX:
49253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49254
Key:

Data

{'content': 'with a dimple in the chin'}