Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
κοιλογένειος
κοιλογώνιος
κοιλοκρόταφος
κοιλόμισχος
κοιλόπεδος
κοῖλος
κοιλοσταθμέω
κοιλόσταθμος
View word page
κοιλιτική
in the bowels

ShortDef

in the bowels

Debugging

Headword:
κοιλιτική
Headword (normalized):
κοιλιτική
Headword (normalized/stripped):
κοιλιτικη
IDX:
49250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49251
Key:

Data

{'content': 'in the bowels'}