Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμφαρίστερος
ἀμφασίη
ἄμφασμα
ἄμφαυξις
ἀμφαϋτέω
ἀμφαφάω
ἀμφεικάς
ἀμφελελίζω
ἀμφελίσσω
ἀμφέλκω
ἀμφελόνη
ἀμφελυτρόω
ἀμφελύτρωσις
ἀμφερείδω
ἀμφερέφω
ἀμφερκής
ἀμφερυθαίνω
ἀμφέρχομαι
ἀμφήκης
ἀμφημερινός
ἀμφηρεφής
View word page
ἀμφελόνη
amictus
ShortDef
amictus
Debugging
Headword:
ἀμφελόνη
Headword (normalized):
ἀμφελόνη
Headword (normalized/stripped):
αμφελονη
IDX:
4924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4925
Key:
Data
{'content': 'amictus'}