Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
κοιλιώδης
κοιλογάστωρ
View word page
κοιλιοδαίμων
one who makes a god of his belly
ShortDef
one who makes a god of his belly
Debugging
Headword:
κοιλιοδαίμων
Headword (normalized):
κοιλιοδαίμων
Headword (normalized/stripped):
κοιλιοδαιμων
IDX:
49242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49243
Key:
Data
{'content': 'one who makes a god of his belly'}