Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κοιλαγγίτας
κοιλαίνω
κοίλανσις
κοιλάς
κοιλασία
κοίλασμα
κοιλέμβολον
Κοίλη
κοιλία
κοιλιακός
κοιλιαλγέω
κοιλιαργία
κοιλιοδαίμων
κοιλιόδεσμος
κοιλιολυσία
κοιλιολυτέω
κοιλιολυτικός
κοιλιοπώλης
κοιλιοστροφία
κοιλίσκος
κοιλιτική
View word page
κοιλιαλγέω
have pain in the bowels

ShortDef

have pain in the bowels

Debugging

Headword:
κοιλιαλγέω
Headword (normalized):
κοιλιαλγέω
Headword (normalized/stripped):
κοιλιαλγεω
IDX:
49240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-49241
Key:

Data

{'content': 'have pain in the bowels'}